ἀναστηλώσεις

ἀναστηλώσεις
ἀναστήλωσις
setting up of a monument
fem nom/voc pl (attic epic)
ἀναστήλωσις
setting up of a monument
fem nom/acc pl (attic)
ἀναστηλόω
set up as
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀναστηλόω
set up as
fut ind act 2nd sg
ἀ̱ναστηλώσεις , ἀναστηλόω
set up as
futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Βιολέ-λε-Ντικ, Εζέν Εμανουέλ — (Eugène Emmanuel Viollet le Duc, Παρίσι 1814 – Λοζάνη 1879).Γάλλος αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος. Ο Β. υπήρξε από τους κυριότερους εκπροσώπους του νεογοτθικού πνεύματος στην αρχιτεκτονική. Γιος φανατικού βιβλιόφιλου, αισθάνθηκε από τη νεανική του… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Παραδοσιακής Κεντητικής και Αργυροχοϊας (Τοπικό, Λεύκαρα Κύπρου) — Το μουσείο στεγάζεται σε ένα μεγάλο αρχοντικό, που έχει χτιστεί από τοπικό ασβεστόλιθο, όπως και τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού Λεύκαρα, το οποίο είναι γνωστό για τα κεντήματα και τα ασημένια κοσμήματα που παράγονταν από τους τεχνίτες του. Στο… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”